αναλωτικός

αναλωτικός
-ή, -ό (Α ἀναλωτικός, -ή, -όν) [ἀναλωτής]
αυτός που προκαλεί δαπάνες, δαπανηρός, πολυδάπανος
νεοελλ.
αυτός που καταναλίσκει, καταναλωτικός, αγοραστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀναλωτικός — ἀνᾱλωτικός , ἀναλωτικός expensive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλωτικά — ἀνᾱλωτικά , ἀναλωτικός expensive neut nom/voc/acc pl ἀνᾱλωτικά̱ , ἀναλωτικός expensive fem nom/voc/acc dual ἀνᾱλωτικά̱ , ἀναλωτικός expensive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλωτικῶν — ἀνᾱλωτικῶν , ἀναλωτικός expensive fem gen pl ἀνᾱλωτικῶν , ἀναλωτικός expensive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλωτικόν — ἀνᾱλωτικόν , ἀναλωτικός expensive masc acc sg ἀνᾱλωτικόν , ἀναλωτικός expensive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλωτικώτατον — ἀνᾱλωτικώτατον , ἀναλωτικός expensive masc acc superl sg ἀνᾱλωτικώτατον , ἀναλωτικός expensive neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλωτής — ο (Α ἀναλωτής) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει, που καταναλίσκει νεοελλ. αγοραστής, καταναλωτής, πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω. ΠΑΡ. αναλωτικός] …   Dictionary of Greek

  • ἀναλωτικαί — ἀνᾱλωτικαί , ἀναλωτικός expensive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλωτικοί — ἀνᾱλωτικοί , ἀναλωτικός expensive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλωτικοῦ — ἀνᾱλωτικοῦ , ἀναλωτικός expensive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλωτικάς — ἀνᾱλωτικά̱ς , ἀναλωτικός expensive fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”